reptile
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
reptile | reptiles |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
reptile (en)
- το ερπετό
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- reptile - The American Heritage Dictionary of the English Language online. Houghton Mifflin Harcourt.
- reptile - Cambridge Dictionary online
- reptile - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
- reptile - Oxford Learner's Dictionaries
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
reptile | reptiles |
reptile (fr) αρσενικό
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- reptile - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé
- reptile - Dictionnaire de français (Λεξικό της γαλλικής γλώσσας) - Larousse online