σπονδυλωτά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σπονδυλωτά < σπονδυλωτός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σπονδυλωτά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- η κατηγορία (συνομοταξία) ζώων που έχουν σπονδυλική στήλη· η επιστημονική ονομασία της συνομοταξίας είναι Vertebrata
- τα μέλη της παραπάνω κατηγορίας, συμπεριλαμβανομένου και του ανθρώπου
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
σπονδυλωτά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του σπονδυλωτό