σπονδυλωτά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σπονδυλωτά < σπονδυλωτός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σπονδυλωτά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. η κατηγορία (συνομοταξία) ζώων που έχουν σπονδυλική στήλη· η επιστημονική ονομασία της συνομοταξίας είναι Vertebrata
  2. τα μέλη της παραπάνω κατηγορίας, συμπεριλαμβανομένου και του ανθρώπου

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]


Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

σπονδυλωτά