flaga
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | flaga | flagi |
γενική | flagi | flag |
δοτική | fladze | flagom |
αιτιατική | flagę | flagi |
οργανική | flagą | flagami |
τοπική | fladze | flagach |
κλητική | flago | flagi |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]flaga (pl) θηλυκό
- η σημαία