suspension
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
suspension | suspensions |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
suspension (en)
- ανάρτηση, συσπανσιόν
- αναστολή
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η προσωρινή αποβολή ενός μαθητή από το σχολείο του
- ↪ He was punished with a three-day suspension.
- Τιμωρήθηκε με τρεις μέρες αποβολή.
- → δείτε τη λέξη expulsion
- ↪ He was punished with a three-day suspension.
Πηγές[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
suspension (fr) θηλυκό
- ανάρτηση, συσπανσιόν
- αναστολή
- προσωρινή αποβολή ενός μαθητή από το σχολείο του
- suspension d'armes: προσωρινή ανακωχή