suspension
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
suspension (fr) θηλυκό
- ανάρτηση, συσπανσιόν
- αναστολή
- προσωρινή αποβολή ενός μαθητή από το σχολείο του
- suspension d'armes: προσωρινή ανακωχή