suspension

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
suspension suspensions

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

suspension (en)

  1. ανάρτηση, συσπανσιόν
  2. αναστολή
  3. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η προσωρινή αποβολή ενός μαθητή από το σχολείο του
    He was punished with a three-day suspension.
    Τιμωρήθηκε με τρεις μέρες αποβολή.
    → δείτε τη λέξη expulsion

Πηγές[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

suspension (fr) θηλυκό

  1. ανάρτηση, συσπανσιόν
  2. αναστολή
  3. προσωρινή αποβολή ενός μαθητή από το σχολείο του
  4. suspension d'armes: προσωρινή ανακωχή