suspension
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
suspension | suspensions |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]suspension (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η αργία, η προσωρινή αποβολή, η πράξη της επίσημης απομάκρυνσης κάποιου από τη δουλειά, το σχολείο, την ομάδα κτλ. για κάποιο χρονικό διάστημα, συνήθως ως τιμωρία
- ⮡ one month’s suspension - ένα μήνα αργία
- ⮡ They imposed a suspension on a football/soccer player.
- Επέβαλλαν αργία σ' έναν ποδοσφαιριστή.
- ⮡ He was punished with a three-day suspension.
- Τιμωρήθηκε με τρεις μέρες αποβολή.
- → δείτε τη λέξη expulsion
- (μη μετρήσιμο) η στάση, η πράξη της καθυστέρησης κάτι για ένα χρονικό διάστημα
- ανάρτηση, συσπανσιόν
- αναστολή
Πηγές
[επεξεργασία]- suspension - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 120, 814. ISBN 9780194325684., λήμμα: αργία, στάση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]suspension (fr) θηλυκό
- ανάρτηση, η συσπανσιόν
- η αναστολή
- η προσωρινή αποβολή ενός μαθητή από το σχολείο του
- suspension d'armes: προσωρινή ανακωχή