αυλάκι
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αυλάκι | τα | αυλάκια |
γενική | του | αυλακιού | των | αυλακιών |
αιτιατική | το | αυλάκι | τα | αυλάκια |
κλητική | αυλάκι | αυλάκια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αυλάκι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική αὐλάκι(ν) < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή αὐλάκιον, υποκοριστικό του αὖλαξ[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /aˈvla.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αυ‐λά‐κι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αυλάκι ουδέτερο
- τεχνητό ή φυσικό βαθούλωμα στο έδαφος, που εκτείνεται σε μήκος και μέσα στο οποίο ρέει νερό (ή άλλο υγρό)
- το αντίστοιχο τεχνητό όρυγμα, που χρησιμοποιείται για τη σπορά ή το φύτεμα
- φυσική ή τεχνητή χάραξη σε μια επιφάνεια (ξύλινη, πέτρινη κ.λπ.)
- το ίχνος που αφήνουν στο έδαφος οι τροχοί ενός τροχοφόρου
- η υδάτινη γραμμή πίσω από ένα πλεούμενο που κινείται
- (σπάνιο) ορμίσκος
- (προφορικό) ο ισθμός της Κορίνθου
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- βάζω/μπήκε το νερό στ' αυλάκι
- κάτω απ' τ' αυλάκι
- κύλησε πολύ νερό στ' αυλάκι
Συγγενικά
[επεξεργασία]- Αυλάκι (τοπωνύμιο)
- Καταυλακιώτης
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ αυλάκι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Προφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)