απονέρι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το απονέρι τα απονέρια
      γενική
    αιτιατική το απονέρι τα απονέρια
     κλητική απονέρι απονέρια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

απονέρι < απο- + νερ(ό) +

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.poˈne.ɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πο‐νέ‐ρι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

απονέρι ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]