γαλαξίας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | γαλαξίας | οι | γαλαξίες |
γενική | του | γαλαξία | των | γαλαξιών |
αιτιατική | τον | γαλαξία | τους | γαλαξίες |
κλητική | γαλαξία | γαλαξίες | ||
όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γαλαξίας < (λόγιο) ελληνιστική κοινή γαλαξίας (κύκλος των άστρων) που θύμιζε χυμένο γάλα όπως της Ήρας που πέταξε τον Ηρακλή μακριά της ενώ τον θήλαζε, όταν έμαθε ότι ήταν νόθος γιος του Δία.
- για τα δόντια < (λόγιο) αρχαία ελληνική γαλακτίας με σφαλερή ταύτιση με το γαλαξίας, σημασιολογικό δάνειο από τη γερμανική Milchzahn η από την γαλλική dent de lait [1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɣa.laˈksi.as/
- συλλαβισμός : γα‐λα‐ξί‐ας
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γαλαξίας αρσενικό

o γαλαξίας της Ανδρομέδας
- (αστρονομία) κάθε σύνολο που αποτελείται από συγκεντρωμένους αστέρες, σκόνη, αερία και άλλες μορφές ύλης, το οποίο βρίσκεται στο σύμπαν και στο οποίο ασκείται βαρυτική έλξη μεταξύ των στοιχείων του
- (μεταφορικά) η μεγάλη συγκέντρωση διάσημων προσώπων, εταιρειών, υπηρεσιών, οργανισμών κ.λπ.
- (ανατομία) νεογιλός, το προσωρινό δόντι των παιδιών
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
γαλαξίες στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γαλαξίας
[επεξεργασία]
- ↑ «γαλαξίας» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'γαλαξίας'
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι διαχρονικοί δανεισμοί από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι διαχρονικοί δανεισμοί από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αστρονομία (νέα ελληνικά)
- Ανατομία (νέα ελληνικά)