κεφαλαιαγορά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ce.fa.le.a.ɣoˈɾa/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κεφαλαιαγορά θηλυκό
- συνώνυμο του χρηματαγορά
- οι χρηματιστηριακές συναλλαγές
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη κεφάλαιο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κεφαλαιαγορά
|