τηλετράπεζα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τηλετράπεζα < τηλε- + τράπεζα (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική telebanking)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τηλετράπεζα θηλυκό
- (νεολογισμός, οικονομία) υπηρεσία που παρέχεται από τράπεζες και επιτρέπει στους πελάτες να πραγματοποιούν τραπεζικές συναλλαγές ή να έχουν πρόσβαση στις πληροφορίες των λογαριασμών τους μέσω τηλεφώνου ή δικτύου υπολογιστών, χωρίς να χρειάζεται να επισκεφθούν κάποιο τραπεζικό κατάστημα
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Online banking στην αγγλική Βικιπαίδεια
- e-banking
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τηλετράπεζα
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα τηλε- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Οικονομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)