cotton

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

cotton (en) (χωρίς παραθετικά)

  • βαμβακερός
    ⮡  cotton socks/blouses/threads - βαμβακερές κάλτσες/μπλούζες/κλωστές

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

cotton (en) (μη μετρήσιμο)

  1. το βαμβάκι, το φυτό
    ⮡  I grow cotton
    Καλλιεργώ βαμβάκι.
  2. το βαμβακερό ύφασμα ή ρούχο
    ⮡  Cotton requires attention when washing.
    βαμβακερά θέλουν προσοχή στο πλύσιμο.
  3. το βαμβάκι, λευκή ινώδης ύλη που παράγεται από το φυτό και χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική ή για οικιακή χρήση
    ⮡  I cleaned the wound with a little cotton and water.
    Kαθάρισα την πληγή με λίγο βαμβάκι και νερό.
     συνώνυμα:  absorbent cotton, cotton ball και cotton wool

cotton (en)

  • τα πάω καλά με κάποιον