cotton
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
cotton (en)
Επίθετο[επεξεργασία]
cotton (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
cotton (en)
- τα πάω καλά με κάποιον