cotton ball
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
cotton ball | cotton balls |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]cotton ball (en)
- (αμερικανικά αγγλικά) η μικρή μπάλα από βαμβάκι, χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική ή για οικιακή χρήση
Πηγές
[επεξεργασία]- cotton ball - Cambridge Dictionary online