cotton wool
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
cotton wool (en) (μη μετρήσιμο)
- (βρετανικά αγγλικά) το βαμβάκι, χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική ή για οικιακή χρήση