εισροή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εισροή | οι | εισροές |
γενική | της | εισροής | των | εισροών |
αιτιατική | την | εισροή | τις | εισροές |
κλητική | εισροή | εισροές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εισροή < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή εἰσροή < αρχαία ελληνική εἰσρέω < εἰς + ῥέω (>ῥοή). Συγχρονικά αναλύεται σε εισ- + ροή
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /iz.ɾoˈi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εισ‐ρο‐ή
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εισροή θηλυκό
- η ροή νερού ή άλλου υγρού προς τα μέσα
- ※ Το καταδυτικό, το οποίο εξακολουθεί να παρουσιάζει ελεγχόμενη εισροή υδάτων που αντιμετωπίζεται με ίδια απαντλητικά μέσα, τελεί υπό απαγόρευση απόπλου. (* Εφημερίδα των συντακτών)
- (μεταφορικά, οικονομία) η εισαγωγή διαφόρων αγαθών ή χρήματος από διάφορες χώρες προς μία άλλη
- ※ Η Ισλανδία εξασφαλίζει εισροή ξένου συναλλάγματος από την αλιεία και την αύξηση της τουριστικής κίνησης. (* enet.gr)
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τις λέξεις ροή, εις και ρέω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εισροή
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ εισροή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα εισ- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Οικονομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)