Μετάβαση στο περιεχόμενο

εις

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: εισ-, εἰς, εἰσ-, εἷς

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εις < (καθαρεύουσα) εἰς (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εἰς

Πρόθεση

[επεξεργασία]

εις

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • εις βάθος: εισχωρώντας στα πιο ουσιώδη
  • εις την (+ αριθμός δύναμης), xn: (μαθηματικά) όταν υψώνω κάτι σε αριθμό δύναμης
    εις την νιοστή

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Π.χ.