influx

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
influx influxes

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

influx (en) (συνήθως στον ενικό)

  • η συρροή, η εισροή, πολλοί άνθρωποι, χρήματα ή πράγματα φτάνουν κάπου
    the influx of capital/wealth/tourists - η συρροή/εισροή κεφαλαίων/πλούτου/τουριστών

Πηγές[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

influx < δημώδης λατινική influxus

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

influx (fr) αρσενικό άκλιτο

  • υποθετικό ρευστό που μεταδίδει μια δύναμη ή ενέργεια
Influx nerveux. - Μετάδοση ερεθισμού μέσω των νεύρων.