complaint

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
complaint complaints

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

complaint (en)

  1. το παράπονο, ένας λόγος για να μην είναι ικανοποιημένος· μια δήλωση που κάνει κάποιος λέγοντας ότι δεν είναι ικανοποιημένος
    ⮡  a complaints department/service/box - τμήμα/υπηρεσία/κουτί παραπόνων
    ⮡  I am filing complaints.
    Υποβάλλω παράπονα.
    ⮡  He is full of complaints.
    Είναι γεμάτος παράπονα.
    ⮡  I have a lot of complaints about my friends because they completely forgot me.
    Έχω πολλά παράπονα από τους φίλους μου, γιατί με ξέχασαν τελείως.
  2. (μη μετρήσιμο) το παράπονο, η ενέργεια του να παραπονιέμαι
    ⮡  You have no grounds for complaint.
    Δεν έχεις λόγο για παράπονα.
    ⮡  Their song was all complaint.
    Το τραγούδι τους ήταν όλο παράπονο.
    ⮡  We were flooded with letters of complaint.
    Κατακλυστήκαμε από γράμματα παραπόνων.
  3. το σύμπτωμα ασθένειας
    ⮡  Coughing is a typical complaint of the whooping cough.
    Ο βήχας είναι τυπικό σύμπτωμα του κοκίτη.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη symptom
  4. (νομικός όρος) η μήνυση, καταγγελία μιας αξιόποινης πράξης στις αρμόδιες δικαστικές ή αστυνομικές αρχές με στόχο την άσκηση ποινικής δίωξης
    ⮡  a complaint of theft/slander/verbal abuse - μήνυση για κλοπή/για συκοφαντία/για εξύβριση
    ⮡  I am making/filing/lodging a complaint against someone.
    Κάνω/υποβάλλω/καταθέτω μήνυση σε κάποιον.
    ⮡  I am withdrawing the complaint.
    Αποσύρω τη μήνυση.