complaint
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
complaint | complaints |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]complaint (en)
- το παράπονο, ένας λόγος για να μην είναι ικανοποιημένος· μια δήλωση που κάνει κάποιος λέγοντας ότι δεν είναι ικανοποιημένος
- ⮡ a complaints department/service/box - τμήμα/υπηρεσία/κουτί παραπόνων
- ⮡ I am filing complaints.
- Υποβάλλω παράπονα.
- ⮡ He is full of complaints.
- Είναι γεμάτος παράπονα.
- ⮡ I have a lot of complaints about my friends because they completely forgot me.
- Έχω πολλά παράπονα από τους φίλους μου, γιατί με ξέχασαν τελείως.
- (μη μετρήσιμο) το παράπονο, η ενέργεια του να παραπονιέμαι
- ⮡ You have no grounds for complaint.
- Δεν έχεις λόγο για παράπονα.
- ⮡ Their song was all complaint.
- Το τραγούδι τους ήταν όλο παράπονο.
- ⮡ We were flooded with letters of complaint.
- Κατακλυστήκαμε από γράμματα παραπόνων.
- ⮡ You have no grounds for complaint.
- το σύμπτωμα ασθένειας
- (νομικός όρος) η μήνυση, καταγγελία μιας αξιόποινης πράξης στις αρμόδιες δικαστικές ή αστυνομικές αρχές με στόχο την άσκηση ποινικής δίωξης
- ⮡ a complaint of theft/slander/verbal abuse - μήνυση για κλοπή/για συκοφαντία/για εξύβριση
- ⮡ I am making/filing/lodging a complaint against someone.
- Κάνω/υποβάλλω/καταθέτω μήνυση σε κάποιον.
- ⮡ I am withdrawing the complaint.
- Αποσύρω τη μήνυση.