symptom

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
symptom symptoms

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
symptom < αρχαία ελληνική σύμπτωμα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

symptom (en)



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
symptom < αρχαία ελληνική σύμπτωμα

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈsɨ̃mptɔ̃m/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

symptom (pl) αρσενικό

  1. σύμπτωμα

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]