fossa
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
fossa (it)
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- fossa < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
fossa (la) θηλυκό
- χαντάκι, αυλάκι, όρυγμα
- αμυντική τάφρος έξω από τα τείχη της πόλης ή του κάστρου
- κρυψώνας
- λάκκος στο έδαφος που λειτουργεί ως παγίδα
- τάφος
- όριο, σύνορο
- ορυχείο, λατομείο
[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- fossa - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.