εκφώνημα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εκφώνημα < ελληνιστική κοινή ἐκφώνημα < ἐκφωνέω / ἐκφωνῶ < αρχαία ελληνική φωνέω / φωνῶ < φωνή ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική utterance)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εκφώνημα ουδέτερο
- (γλωσσολογία) το τμήμα του (προφορικού συνήθως) λόγου ανάμεσα από δύο διαδοχικές παύσεις / σιωπές
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γλωσσολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)