has
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
has (en)
- γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα του του ρήματος have
Ουγγρικά (hu) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
has (hu)
Πολωνικά (pl) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
has (pl) αρσενικό