σκευοφύλακας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σκευοφύλακας < ελληνιστική κοινή σκευοφύλαξ < αρχαία ελληνική σκεῦος + φύλαξ (< φυλάσσω)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σκευοφύλακας αρσενικό
- (θρησκεία) μοναχός, κληρικός ή λαϊκός υπεύθυνος για την φύλαξη εκκλησιαστικών σκευών, ιδίως αυτών που έχουν μουσειακή ή άλλη αξία
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- σκευοφυλάκιο
- → δείτε τις λέξεις σκεύος και φυλάγω
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σκευοφύλακας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'φύλακας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Θρησκεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)