contested
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
contested (en)
- αμφισβητούμενος (πχ. για τεχνητά κινέζικα νησιά: contested islands)
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
contested (en)