contested

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

contested (en)

  1. αμφισβητούμενος (πχ. για τεχνητά κινέζικα νησιά: contested islands)

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

contested (en)