κώνος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κώνος | οι | κώνοι |
γενική | του | κώνου | των | κώνων |
αιτιατική | τον | κώνο | τους | κώνους |
κλητική | κώνε | κώνοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κώνος < αρχαία ελληνική κῶνος (αρχική σημασία: κουκουνάρι). Για νεότερους όρους τεχνολογίας, λόγιο ενδογενές δάνειο: μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική cône και από την αγγλική cone < λατινική conus < αρχαία ελληνική κῶνος[1]

Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κώνος αρσενικό
- (γεωμετρία) επιφάνεια που παράγεται από μια ευθεία (η οποία λέγεται γενέτειρα) που περνά από ένα σταθερό σημείο (την κορυφή) και ένα μεταβλητό σημείο που κινείται πάνω σε μια κλειστή καμπύλη γραμμή
- (τεχνολογία) το επάνω μέρος που έχει κωνοειδές σχήμα
- ο ποστατευτικός κώνος των διαστημόπλοιων
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ κώνος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γεωμετρία (νέα ελληνικά)
- Τεχνολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)