πλατφόρμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πλατφόρμα < γαλλική plate-forme
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πλατφόρμα θηλυκό
- η αποβάθρα
- ψηφιακό ή μη σύστημα καταχώρησης, επεξεργασίας και μεταβολής πληροφοριών
- αποβάθρα απογείωσης/προσγείωσης/εκτόξευσης
- πρότυπο, μοντέλο δράσης, προσχεδιασμένο πλάνο για προκαθορισμένη χρήση
- (πληροφορική) το περιβάλλον λειτουργίας, που αφορά το λογισμικό (software) ή υλικό (hardware) ή και τα δύο (το σύστημα):
- (λογισμικό) μπορεί να είναι λειτουργικό σύστημα, βάση δεδομένων, φυλλομετρητής (web browser), κλπ
- (υλικό υπολογιστή) μπορεί να είναι κάποιος τύπος (ίσως και εξειδικευμένος) υπολογιστή ή ομάδα επεξεργαστών (CPU) με συγκεκριμένες εντολές γλώσσας μηχανής
- είδος οχήματος για την μεταφορά μικρότερων οχημάτων ή άλλων αντικειμένων
- είδος γυναικείου υποδήματος
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]- (λογισμικό) ανεξάρτητο πλατφόρμας
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πλατφόρμα
Κατηγορίες:
- Επέκταση
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Πληροφορική (νέα ελληνικά)
- Λογισμικό (νέα ελληνικά)
- Υλικό υπολογιστή (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)