web browser

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /wɛb.bɹaʊ.zə(ɹ)/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

web browser (en)

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Υπερώνυμα

[επεξεργασία]

Υπώνυμα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • web browser στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. «φυλλομετρητής», «διαφυλλιστής» από αναζήτηση «browser» στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.
  2. Web browser. Προσπέλαση 2020-05-15.
  3. (αγγλικά) JavaScript Statements. Πρόσβαση 2021-03-07.
  4. (αγγλικά) How Browsers Work: Behind the scenes of modern web browsers. Πρόσβαση 2021-03-26.