συγχρονιστής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο συγχρονιστής οι συγχρονιστές
      γενική του συγχρονιστή των συγχρονιστών
    αιτιατική τον συγχρονιστή τους συγχρονιστές
     κλητική συγχρονιστή συγχρονιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συγχρονιστής < συγχρονίζω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

συγχρονιστής αρσενικό

  1. (βιολογία) επαναλαμβανόμενο φαινόμενο που αφορά τον βιολογικό ρυθμό
  2. (τεχνολογία) συσκευή που συγχρονίζει τις ταχύτητες δύο συστημάτων

Μεταφράσεις[επεξεργασία]