συγχρονιστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συγχρονιστής < συγχρονίζω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συγχρονιστής αρσενικό
- (βιολογία) επαναλαμβανόμενο φαινόμενο που αφορά τον βιολογικό ρυθμό
- (τεχνολογία) συσκευή που συγχρονίζει τις ταχύτητες δύο συστημάτων
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συγχρονιστής