ship
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
ship | ships |
ship (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
ship (en)
- στέλνω κάτι με πλοίο
- the books will be shipped tomorrow