ηπατίτιδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ηπατίτιδα < ἡπατῖτις < ἧπαρ (συκώτι) + ιτις (κατάληξη που δηλώνει φλεγμονή, όπως και στα βρογχίτις, ωτίτις)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ηπατίτιδα θηλυκό
- πρέπει να διενεργηθούν ηπατολογικές εξετάσεις για να προσδιοριστεί αν πρόκειται για ηπατίτιδα τύπου Α ή τύπου Β
- πάσχει από χρόνια ηπατίτιδα
- πρόκειται για οξεία ηπατίτιδα
- πολλοί είναι φορείς ηπατίτιδας χωρίς να εκδηλώνουν τη νόσο
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- ηπατοπάθεια
- παθήσεις του συκωτιού
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- ηπατίτιδα στη Βικιπαίδεια