κωνοφόρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κωνοφόρο | τα | κωνοφόρα |
γενική | του | κωνοφόρου | των | κωνοφόρων |
αιτιατική | το | κωνοφόρο | τα | κωνοφόρα |
κλητική | κωνοφόρο | κωνοφόρα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κωνοφόρο < ουδέτερο του κωνοφόρος < (ελληνιστική κοινή) κωνοφόρος < αρχαία ελληνική κῶνος + -φόρος (<φέρω)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κωνοφόρο ουδέτερο
- (βοτανική) οικογένεια φυτών που ως αναπαραγωγικά όργανα έχουν κώνους
- ※ στους λόφους του Βοσπόρου δεν υπάρχουν ελιές, ενώ τα κωνοφόρα είναι λιγοστά. Τους σκεπάζει ένα πυκνό χαλί από δέντρα όλων των ειδών. Βελανιδιές, καστανιές, συκιές, οξιές, λεύκες, μανόλιες, φτελιές, και φλαμουριές σκεπάζουν τους λόφους και τις κοιλάδες φτάνοντας μέχρι το νερό (Αλέξανδρος Μασσαβέτας, Κωνσταντινούπολη. Η πόλη των απόντων, εκδ. Πατάκης, 2016)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- κωνοφόρο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κωνοφόρο
|