μεσιτεία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεσιτεία < ελληνιστική κοινή μεσιτεία < μεσιτεύω < αρχαία ελληνική μέσον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μεσιτεία θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του μεσιτεύω
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- μεσίτευση (1,2)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεσιτεία
|