απονιτροποίηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | απονιτροποίηση | οι | απονιτροποιήσεις |
γενική | της | απονιτροποίησης* | των | απονιτροποιήσεων |
αιτιατική | την | απονιτροποίηση | τις | απονιτροποιήσεις |
κλητική | απονιτροποίηση | απονιτροποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, απονιτροποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απονιτροποίηση < απο- + νιτροποίηση ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική dénitrification[1])
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
απονιτροποίηση θηλυκό
- (χημεία) άλλη μορφή του απονίτρωση
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απονιτροποίηση
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ απονιτροποίηση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα απο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)