παρειακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παρειακός < παρειά + -ακός < αρχαία ελληνική παρειά
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pa.ɾi.aˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρει‐α‐κός
Επίθετο
[επεξεργασία]παρειακός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τις παρειές, αναφέρεται ή βρίσκεται σ’ αυτές
- ※ Στο πλαίσιο της εκπόνησης της παρούσας Διδακτορικής Διατριβής, πραγματοποιήθηκε πληθώρα χαρακτηρισμών των φυσικοχημικών και μηχανικών ιδιοτήτων, καθώς και ένα μεγάλο εύρος in vitro και ex vivo μελετών, προκειμένου να αξιολογηθεί και να θεμελιωθεί η μεμονωμένη ή συνδυαστική αξιοποίηση των δυνατοτήτων των τεχνολογιών δισδιάστατης και τρισδιάστατης εκτύπωσης στην ανάπτυξη κατά απαίτηση συστημάτων χορήγησης φαρμάκων στην παρειακή κοιλότητα. (*)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη παρειά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ακός (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)