επώαση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επώαση | οι | επωάσεις |
γενική | της | επώασης & επωάσεως |
των | επωάσεων |
αιτιατική | την | επώαση | τις | επωάσεις |
κλητική | επώαση | επωάσεις | ||
όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επώαση < αρχαία ελληνική ἐπῴασις (2.(μεταφραστικό δάνειο) γαλλική incubation)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επώαση θηλυκό
- το χρονικό διάστημα της φυσικής εξέλιξης του αβγού από την ωοτοκία μέχρι την εκκόλαψη
- (συνεκδοχικά) η συντήρηση των αβγών σε κατάλληλες συνθήκες μέχρι την εκκόλαψη
- (ιατρική) το χρονικό διάστημα από την είσοδο κάποιου παθογόνου οργανισμού μέχρι την εμφάνιση των συμπτωμάτων
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επώαση