εκκόλαψη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εκκόλαψη < (λόγιο) αρχαία ελληνική ἐκκόλαψις (ἐκκόλαπ(σις) + -ση, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική incubation[1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εκκόλαψη θηλυκό
- (κυριολεκτικά, ορνιθολογία) το τελικό στάδιο προς τη γέννηση κάθε νεοσσού, που συμβαίνει μέσα σ' ένα αβγό. Ενώ πρόκειται για μία φυσική διαδικασία που έχει ξεκινήσει ήδη από πολύ νωρίς στο εσωτερικό για τον νεοσσό, στο ανθρώπινο μάτι γίνεται συνήθως αντιληπτή με το πρώτο ράγισμα στο κέλυφος.
- Τη στιγμή που ο μικρός νεοσσός θα απαλλαχτεί τελείως από το κέλυφος, τότε η διαδικασία της εκκόλαψής του ολοκληρώνεται με την έξοδό του από αυτό και την εμφάνισή του στη ζωή.
- (μεταφορικά) η «ωρίμαση» ή η «εμφάνιση» (θετικά ή αρνητικά)
- η εκκόλαψη των Αμερικανών αστροναυτών γίνεται σχεδόν πάντα στη NASA
- η εκκόλαψη του Εφιάλτη έφερε τον εξολοθρευμό των γενναίων Σπαρτιατών
Υπερώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη εκκολάπτω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εκκόλαψη
[επεξεργασία]
- ↑ «εκκόλαψη» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη'
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι διαχρονικοί δανεισμοί από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ορνιθολογία (νέα ελληνικά)