Μετάβαση στο περιεχόμενο

mayor

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
mayor mayors

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

mayor (en)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

mayor (es)