mayor
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
mayor (en)
Ισπανικά (es)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
mayor (es)
- μεγαλύτερος (σε ηλικία)