trigger

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Trigger (σκανδάλη) σε περίστροφο

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈtɹɪɡɚ/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

trigger (en)

  1. (οπλισμός) η σκανδάλη
  2. ένα γεγονός που πυροδοτεί μια σειρά εξελίξεων
  3. (βάσεις δεδομένων) διαδικασία (υποπρόγραμμα) που ενεργοποιείται, κάτω από οριζόμενες συνθήκες, κατά την μεταβολή (insert, update, delete) μιας βάσης δεδομένων και συνήθως χρησιμεύει στην διατήρηση της ακεραιότητας δεδομένων (data integrity) στη βάση
    You often use triggers to enable sophisticated auditing. For example, you want to log the changes in the sensitive data such as salary and address whenever it changes.[1]
    δείτε επίσης: database trigger στην αγγλική Βικιπαίδεια

Ρήμα[επεξεργασία]

trigger (en)

  1. πατάω τη σκανδάλη, πυροβολώ
  2. πυροδοτώ εξελίξεις
    • προκαλώ την έναρξη της διαδικασίας, εκκινώ την διαδικασία
  3. ενεργοποιώ

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • trigger στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. (αγγλικά) SQLite Trigger, πρόσβαση:2020-03-15