cam
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
cam | cams |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
cam (ro)
- άδοντο γρανάζι κυμαινόμενης ακτίνας (κοινό στα ιαπωνικά αυτόματα)
Συντομομορφή: (η) κάμερα
Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
cam (ro)
Τουρκικά (tr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
cam (tr)