axe
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
axe | axes |
axe (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | axe |
γ΄ ενικό ενεστώτα | axes |
αόριστος | axed |
παθητική μετοχή | axed |
ενεργητική μετοχή | axing |
axe (en)
- κόβω κάτι με ένα τσεκούρι
- (μεταφορικά) κόβω (πχ μια σειρά από το τηλεοπτικό πρόγραμμα)
- (μεταβατικό, ανεπίσημο) απολύω, πετάω κάποιον από τη δουλειά του
- (παρωχημένο ή διαλεκτικό) παράλληλη μορφή του ask
Πηγές[επεξεργασία]
- axe (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- axe (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 106, 697. ISBN 9780194325684., λήμμα: απολύω, πετώ
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
axe | axes |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
axe (fr) αρσενικό
- ο άξονας