axe

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
axe axes

axe (en)

  1. το τσεκούρι, ο πέλεκυς
  2. (ανεπίσημο) η εκδίωξη, η απόλυση, η αποβολή

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

axe (en)

  1. κόβω κάτι με ένα τσεκούρι
  2. (μεταφορικά) κόβω (πχ μια σειρά από το τηλεοπτικό πρόγραμμα)
  3. (παρωχημένο ή διαλεκτικό) παράλληλη μορφή του ask



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
axe axes

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

axe (fr) αρσενικό