axe
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
axe | axes |
axe (en)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- hatchet (1)
Ρήμα[επεξεργασία]
axe (en)
- κόβω κάτι με ένα τσεκούρι
- (μεταφορικά) κόβω (πχ μια σειρά από το τηλεοπτικό πρόγραμμα)
- (παρωχημένο ή διαλεκτικό) παράλληλη μορφή του ask
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
axe | axes |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
axe (fr) αρσενικό
- ο άξονας