socket

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
socket sockets

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

socket (en)

  1. η υποδοχή
  2. η πρίζα, ο ρευματοδότης
    Somewhere the cable is short circuiting and the power is not reaching the socket.
    Κάπου βραχυκυκλώνει το καλώδιο και δε φτάνει το ρεύμα στην πρίζα.
     συνώνυμα: outlet
     αντώνυμα: plug
  3. η κοιλότητα ενός οστού, μέσα στην οποία προσαρμόζεται ένα όργανο (π.χ. μάτι, δόντι) ή ένα άλλο οστό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • socket στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια