παράσυρση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παράσυρση | οι | παρασύρσεις |
γενική | της | παράσυρσης* | των | παρασύρσεων |
αιτιατική | την | παράσυρση | τις | παρασύρσεις |
κλητική | παράσυρση | παρασύρσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, παρασύρσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /paˈɾa.siɾ.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρά‐συρ‐ση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παράσυρση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα τού παρασύρω
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παράσυρση
|