Μετάβαση στο περιεχόμενο

estimate

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

estimate < λατινική aestimatus < aestimo

Προφορά 1

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈɛstɨˌmeɪ̪t/
 
ενεστώτας estimate
γ΄ ενικό ενεστώτα estimates
αόριστος estimated
παθητική μετοχή estimated
ενεργητική μετοχή estimating

estimate (en)

  • εκτιμώ, υπολογίζω ένα μέγεθος μαντεύοντας ή έχοντας ελλιπή δεδομένα
      I am estimating the costs of the project.
    Εκτιμώ το κόστος του σχεδίου.
      Vaccination coverage in this phase exceeded the initial estimated target.
    Κάλυψη εμβολιασμού σε αυτή τη φάση ξεπέρασε τον αρχικό εκτιμώμενο στόχο.
      I estimate it will take us a year to finish.
    Υπολογίζω ότι θα μας πάρει ένας χρόνος να τελειώσουμε.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη evaluate

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Προφορά 2

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈɛstɨmɨt/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
estimate estimates

estimate (en)

  1. η εκτίμηση, ο υπολογισμός, μια κρίση που κάνω χωρίς να έχω τις ακριβείς λεπτομέρειες ή αριθμούς σχετικά με το μέγεθος, το ποσό, το κόστος κτλ.
      According to their estimate, the cost comes to two thousand dollars.
    Κατά την εκτίμηση τους το κόστος ανέρχεται σε δύο χιλιάδες δολάρια.
      a rough estimate - ένας πρόχειρος υπολογισμός
      According to a modest estimate, the cost will add up to 300 million.
    Σύμφωνα με ένα μέτριο υπολογισμό η δαπάνη θα ανέλθει σε 300 εκατομμύρια.
  2. ο προϋπολογισμός δαπανών, υπολογισμός του πόσο πιθανότατα θα κοστίσει ένα έργο
      The contractor exceeded his estimate.
    Ο εργολάβος ξεπέρασε τον προϋπολογισμό του.