estimate
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈɛstɨˌmeɪ̪t/
- Audio (US)
Ετυμολογία [επεξεργασία]
estimate < λατινική aestimatus < aestimo
Ρήμα[επεξεργασία]
estimate (en)
- εκτιμώ, υπολογίζω ένα μέγεθος μαντεύοντας ή έχοντας ελλιπή δεδομένα
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈɛstɨmɨt/
- Audio (US)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
estimate (en)
- εκτίμηση ενός μεγέθους (όχι ακριβής)
[επεξεργασία]
- estimate - Webster’s Revised Unabridged Dictionary, G. & C. Merriam, 1913.