αποικία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αποικία | οι | αποικίες |
γενική | της | αποικίας | των | αποικιών |
αιτιατική | την | αποικία | τις | αποικίες |
κλητική | αποικία | αποικίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αποικία < αρχαία ελληνική ἀποικία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αποικία θηλυκό
- (στην αρχαία ιστορία) νέα πόλη που ιδρύεται σε ξένη γη από κατοίκους μιας άλλης πόλης (της μητρόπολης) που μετακινούνται οργανωμένα για το σκοπό αυτό· η νέα πόλη ήταν ανεξάρτητο κράτος, που διατηρούσε όμως θρησκευτικούς και συναισθηματικούς δεσμούς με τη μητρόπολή της
- Οι Συρακούσες της Σικελίας ήταν αποικία των Κορινθίων.
- (στη νεότερη ιστορία) χώρα εκτός Ευρώπης που κατακτήθηκε από ευρωπαϊκό κράτος και εγκαταστάθηκαν σ'αυτήν Ευρωπαίοι κάτοικοι, οι οποίοι είτε βαθμιαία έγιναν η πλειοψηφία του πληθυσμού είτε παρέμειναν μειοψηφία κρατώντας όμως στα χέρια τους τη διοίκηση και τις πλουτοπαραγωγικές πηγές ως εκπρόσωποι της χώρας καταγωγής τους
- Η Μοζαμβίκη ήταν αποικία της Πορτογαλίας μέχρι το 1975.
- (βιολογία) πολυκυτταρικός οργανισμός χωρίς δομή, ή με πολύ απλοϊκή δομή
- Θεωρητικά μια αποικία κυττάρων δεν αποτελείται από επιμέρους οργανίδια, όμως εκτενέστερες μελέτες απέδειξαν ότι το όριο μεταξύ αποικιών και σύνθετων οργανισμών δεν είναι σαφώς διακριτό.
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αποικία
|