colonia
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- colonia < colonus < colo < πρωτοϊταλική *quelō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kʷel- (κινώ, τριγυρίζω)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /koˈloː.ni.a/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
cŏlōnĭa θηλυκό
[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | colonia | coloniae |
γενική | coloniae | coloniārum |
δοτική | coloniae | coloniīs |
αιτιατική | coloniam | coloniās |
κλητική | colonia | coloniae |
αφαιρετική | coloniā | coloniīs |