colonia

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ισπανικά (es)[επεξεργασία]

ενικός πληθυντικός
colonia colonias

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

colonia (es) θηλυκό



Ιταλικά (it)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
colonia colonie

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

colonia (it) θηλυκό



Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

colonia < colon(us) + -ia < colo < πρωτοϊταλική *quelō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kʷel- (κινώ, τριγυρίζω)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /koˈloː.ni.a/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

cŏlōnĭa θηλυκό

  1. έπαυλη
  2. αποικία
  3. (μετωνυμικά) άποικος

Αλλόγλωσσα παράγωγα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική colonia coloniae
γενική coloniae coloniārum
δοτική coloniae coloniīs
αιτιατική coloniam coloniās
κλητική colonia coloniae
αφαιρετική coloniā coloniīs
(α' κλίση)

Πηγές[επεξεργασία]