colonie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
colonie < λατινική colonia

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kɔ.lɔ.ni/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
colonie colonies

colonie (fr) θηλυκό

  1. η αποικία
  2. η παροικία