colo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | colo | coloj |
αιτιατική | colon | colojn |
colo (eo)
- η ίντσα
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- colo < (κληρονομημένο) πρωτοϊταλική *quelō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kʷel- (κινώ, τριγυρίζω)
Ρήμα
[επεξεργασία]colo (la)
Κλίση
[επεξεργασία]Γ' συζυγία (colo, colui, cultum, colere)
|
Παράγωγα
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- colo - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]colo (pt)
- (ανθρώπινο σώμα) το στήθος
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (εσπεράντο)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (εσπεράντο)
- Γλώσσα εσπεράντο
- Ουσιαστικά (εσπεράντο)
- Αντίστροφο λεξικό (εσπεράντο)
- Κληρονομημένες λέξεις από την πρωτοϊταλική (λατινικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊταλική (λατινικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kʷel- (λατινικά)
- Λατινική γλώσσα
- Ρήματα (λατινικά)
- Ρηματικές φωνές (λατινικά)
- Αντίστροφο λεξικό (λατινικά)
- Λατινικά ρήματα Γ συζυγίας
- Πορτογαλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (πορτογαλικά)
- Ανθρώπινο σώμα (πορτογαλικά)