Μετάβαση στο περιεχόμενο

colon

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
colon colons

colon (en)

  1. το κόλον, το τελικό τμήμα του παχέος εντέρου
  2. η άνω και κάτω τελεία, η διπλή τελεία : »)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]



      ενικός         πληθυντικός  
colon colons

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

colon (fr) αρσενικό