colony
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
colony (en)
- η αποικία
[επεξεργασία]
- colonial
- colonialism
- colonise, colonize
- colonist
- colonyhood
- Δεν είναι συγγενικό με το colonel.