date

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
date dates

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

date (en)

  1. η ημερομηνία
  2. το ραντεβού
  3. (φρούτο) ο χουρμάς

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας date
γ΄ ενικό ενεστώτα dates
αόριστος dated
παθητική μετοχή dated
ενεργητική μετοχή dating

date (en)

  1. τα φτιάχνω με κάποιον, το να βγαίνει κανείς ραντεβού
    He dated a good girl.
    Tα ΄φτιαξε μ΄ ένα καλό κορίτσι.
     συνώνυμα: go out



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
date dates

Προφορά[επεξεργασία]

 
ομόηχο: datte

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

date (fr) θηλυκό