γναθικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | γναθικός | η | γναθική | το | γναθικό |
γενική | του | γναθικού | της | γναθικής | του | γναθικού |
αιτιατική | τον | γναθικό | τη | γναθική | το | γναθικό |
κλητική | γναθικέ | γναθική | γναθικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | γναθικοί | οι | γναθικές | τα | γναθικά |
γενική | των | γναθικών | των | γναθικών | των | γναθικών |
αιτιατική | τους | γναθικούς | τις | γναθικές | τα | γναθικά |
κλητική | γναθικοί | γναθικές | γναθικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γναθικός < γνάθος + -ικός < αρχαία ελληνική γνάθος
Επίθετο
[επεξεργασία]γναθικός
- που έχει σχέση με την γνάθο, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτήν
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη γνάθος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γναθικός