Μετάβαση στο περιεχόμενο

election

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
election elections

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

election (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) οι εκλογές, εκλογικός, προεκλογικός, η διαδικασία με την οποία οι πολίτες μιας κοινωνίας, τα μέλη μιας οργανωμένης κοινότητας κτλ. ασκούν το νόμιμο δικαίωμά τους να εκλέξουν με ψηφοφορία
      Many citizens are not interested in the elections.
    Πολλοί πολίτες δεν ενδιαφέρονται για τις εκλογές.
      election results - εκλογικά αποτελέσματα
      She volunteered to work in the election campaign.
    Προσφέρθηκε εθελοντικά να δουλέψει στην προεκλογική εκστρατεία.
      Television crews will cover the election rally.
    Τηλεοπτικά συνεργεία θα καλύψουν την προεκλογική συγκέντρωση.
  2. (μη μετρήσιμο) η εκλογή, το να αναδεικνύεται κάποιος σε ένα αξίωμα ή σε μια θέση με ψηφοφορία
      A two-thirds majority is required for the election of the president.
    Για την εκλογή προέδρου απαιτείται πλειοψηφία των δύο τρίτων.
      He considered his election to the presiding chair certain.
    Θεωρούσε βέβαιη την εκλογή του στο προεδρείο.

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]