election

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
election elections

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

election (en)

  • η εκλογή, με ψηφοφορία
    Many citizens are not interested in the elections.
    Πολλοί πολίτες δεν ενδιαφέρονται για τις εκλογές.

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]